Το άσπρο – μαύρο έκανε πρόσφατα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μανουέλ Μπαρόζο, προσπαθώντας να πείσει για την αναγκαιότητα εφαρμογής των εξοντωτικών και αντιλαϊκών προγραμμάτων λιτότητας. Μιλώντας με κορυφαίο ευρωπαίο συνδικαλιστή του εκμυστηρεύτηκε την «ανησυχία» του μην τυχόν και στις τρεις μεσογειακές χώρες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της κρίσης, επιστρέψουν οι δικτατορίες σε περίπτωση που δεν υιοθετηθούν τα μέτρα λιτότητας! «Αν δεν εφαρμόσουν τα περιοριστικά μέτρα αυτές οι χώρες θα μπορούσαν να εξαφανιστούν υπό τη μορφή που τις γνωρίζουμε ως δημοκρατίες. Δεν έχουν άλλη επιλογή. Αυτή είναι η μοναδική», ήταν τα λόγια του. Με άλλα λόγια Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία αν θέλουν να συνεχίσουν να έχουν δημοκρατία οφείλουν να επιβάλλουν τα εξοντωτικά μέτρα περικοπών. Αλλιώς θα έρθουν τα τανκς!
Το δίλημμα του Μανουέλ Μπαρόζο «λιτότητα ή τανκς» δεν είναι μόνο εκφοβιστικό και απειλητικό, αλλά κυρίως είναι παραπλανητικό γιατί η πραγματικότητα θέλει τη λιτότητα να συνοδεύει τα τανκς και τις περικοπές στα δημόσια έσοδα να επιφέρουν τα πιο συντριπτικά πλήγματα στις λαϊκές ελευθερίες και τα συνταγματικά δικαιώματα. Στον πραγματικό κόσμο επομένως, που δεν τέμνεται πουθενά με τα απογειωμένα κρυστάλλινα παλάτια όπου συνεδριάζουν οι αργυρώνητοι γραφειοκράτες της ΕΕ, το δίλημμα δεν είναι λιτότητα ή τανκς, αλλά λιτότητα και τανκς από την μια ή ακύρωση αυτής της πολιτικής.
Η Ελλάδα αποτελεί κι εδώ, δυστυχώς, πειραματόζωο, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του κανόνα που θέλει τη λιτότητα να βλάπτει σοβαρά την δημοκρατία. Πρώτ’ απ’ όλα η απόφαση της κυβέρνησης να περάσει το μνημόνιο της ντροπής από την Βουλή με απλή κι όχι με ενισχυμένη πλειοψηφία των 3/5 αντίκειται στην παρ. 2 του άρθρου 28 του συντάγματος, όπως έγκαιρα έχουν αναλύσει από τις σελίδες των Επικαίρων συνταγματολόγοι κι άλλοι αναλυτές. Οι προσφυγές που ήδη ετοιμάζονται ακόμη και από τον Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας θα ρίξουν άπλετο φως το επόμενο διάστημα στις σκοτεινές μεθοδεύσεις που επιλέγηκαν από την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου για την υιοθέτηση του μνημονίου, κατ’ εντολή φυσικά των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών που επέβαλλαν τους όρους του.
Οι συνταγματικές εγγυήσεις και τα δημοκρατικά δικαιώματα μετατρέπονται σε πουκάμισο αδειανό κι από τις ίδιες τις προβλέψεις του επαίσχυντου αυτού κειμένου που έχει ήδη περάσει στις πιο μελανές στιγμές της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Για παράδειγμα στις «διαρθρωτικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις» που αναφέρονται στο κεφάλαιο «ενέργειες για τον τρίτο απολογισμό (να έχουν ολοκληρωθεί ως το τέλος του τέταρτου τριμήνου του 2010)» υποδεικνύεται «η ενδυνάμωση της θέσης του υπουργείου Οικονομικών σε σχέση με τα υπόλοιπα υπουργεία τόσο κατά την φάση της προετοιμασίας όσο και εκτέλεσης του προϋπολογισμού δίνοντας στο υπουργό δικαίωμα αρνησικυρίας στις αποφάσεις για δαπάνες και στην εκτέλεσή τους)»! Η κατεύθυνση αυτή ενισχύει στο έπακρο ολιγαρχικές τάσεις του πολιτεύματος που ήδη ήταν σε εξέλιξη και συνέτειναν στην υποβάθμιση αν όχι την περιθωριοποίηση υπουργείων και κρατικών λειτουργιών που σχετίζονταν με τις κοινωνικές παροχές και την αναδιανομή και ταυτόχρονα την αναβάθμιση των οικονομικών λειτουργιών του κράτους. Λίγο παρακάτω παρέχεται «η διασφάλιση ότι το κοινοβούλιο δεν αλλάζει το συνολικό μέγεθος του προϋπολογισμού κατά το στάδιο έγκρισης, αλλά επικεντρώνεται στη σύνθεση των δημοσίων δαπανών και εσόδων και στην αξιοπιστία των προβλέψεων για τα έξοδα και τα έσοδα». Αυτό όμως αποκαλείται μειωμένη κυριαρχία! Η δε βουλή, στον βαθμό που μόνο μεταθέσεις κονδυλίων θα μπορεί να κάνει ή να παριστάνει τον χωροφύλακα της δημοσιονομικής πειθαρχίας μετατρέπεται σε βουλή περιορισμένης ευθύνης κι οι βουλευτές σε εντολοδόχους του ΔΝΤ και λογιστές καριέρας της Ντόιτσε Μπανκ. Αν αυτό δεν είναι βελούδινο πραξικόπημα και περιστολή και αναίρεση των συνταγματικών δικαιωμάτων, υπό την επίκληση φυσικά των έκτακτων συνθηκών–όπως πάντα γίνεται σε αυτές τις περιστάσεις, τότε τι είναι;
Η ίδια ακριβώς τάση, αποδυνάμωσης των δημοκρατικών αντιπροσωπευτικών διαδικασιών παρατηρείται σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης που πρωτοστατούν στην εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας από τη στιγμή που οι πολιτικές τους ηγεσίες επέλεξαν να φανούν αξιόπιστες στους τραπεζίτες και τους κερδοσκόπους κι όχι στους πολίτες που τους εξέλεξαν με την ψήφο τους.
Στην Ισπανία, για παράδειγμα, η εφαρμογή ενός προγράμματος περικοπών δημοσίων δαπανών από την σοσιαλιστική κυβέρνηση του Θαπατέρο έχει οδηγήσει τα ποσοστά του στο ναδίρ. Τις προηγούμενες μάλιστα εβδομάδες ο ηγέτης του δεξιού Λαϊκού Κόμματος, Μαριάνο Ραχόι, πέρασε μπροστά και στις δημοσκοπήσεις που αφορούσαν τον καταλληλότερο για πρωθυπουργό. Όσο γι το κόμμα του, που έχει επιλέξει να ασκεί μια ελεγχόμενη αντιπολίτευση στα αντιλαϊκά μέτρα του Θαπατέρο προηγείται του σοσιαλιστικού με δέκα μονάδες εδώ και μήνες. Το επόμενο διάστημα η κρίση αντιπροσώπευσης θα οξυνθεί καθώς η προγραμματισμένη γενική απεργία του Σεπτέμβρη, που από πολλούς ήδη χαρακτηρίζεται ιστορική, θα αποτελέσει το τελειωτικό χτύπημα για τον Θαπατέρο.
Χαοτικό είναι το κενό μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και ψηφοφόρων και στην Πορτογαλία, όπου ο Σόκρατες εκλέχτηκε τον περασμένο Οκτώβρη για δεύτερη φορά, σοβαρά αποδυναμωμένος όμως σε σχέση με την πρώτη του εκλογή το 2005. Τα μέτρα λιτότητας (περικοπές κι αυξήσεις φόρων) που ανακοίνωσε στα μέσα Μάη συνολικού ύψους 2 δισ. ευρώ και με απώτερο να μειωθεί το δημόσιο χρέος από το 90% του ΑΕΠ φέτος στο 87% το 2013 οδήγησαν το αντιπολιτευόμενο δεξιό κόμμα (που λέγεται Σοσιαλδημοκρατικό προκαλώντας συχνά σύγχυση) να αποκτήσει το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις. Παρότι σε αυτό συνέβαλε σημαντικά η εκλογή ενός νέου ηγέτη στο κόμμα της Δεξιάς, άπαντες συμφωνούν πως τα αντιλαϊκά μέτρα ενέτειναν την λαϊκή δυσφορία απέναντι στον Σόκρατες.
Φαίνεται από τα παραπάνω πως πρόβλημα δημοκρατίας πράγματι υφίσταται στις μεσογειακές χώρες για τις οποίες ανησυχεί ο Μπαρόζο. Μόνο που αυτό δημιουργείται από την εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας που η ίδια η ΕΕ υποδεικνύει!
Το πολιτικό κενό μάλιστα επεκτείνεται απειλητικά σε όλες τις χώρες που εφαρμόζουν τόσο εξόφθαλμα φιλοεπιχειρηματικές πολιτικές, με αποτέλεσμα μια διάχυτη, πολιτικά μη μορφοποιημένη δυσφορία που σχεδόν ποτέ δεν βρίσκει την δέουσα πολιτική έκφραση να κατατρώγει τα θεμέλια της πολιτικής ζωής. Εδώ, η Γερμανία αποτελεί ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πριν δέκα μήνες η Άγκελα Μέρκελ φαινόταν ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού, όταν οι κάλπες της έδιναν τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση συμμαχίας με τους Ελεύθερους Δημοκράτες και να πετάξει σαν στημένες λεμονόκουπες τους Σοσιαλδημοκράτες με τους οποίους σχημάτισε το μεγάλο συνασπισμό την προηγούμενη πενταετία. Κατά την ίδια, κανέναν συμβιβασμό δεν θα ήταν πλέον αναγκασμένη να κάνει και, συνεργαζόμενη με ένα γνήσιο δεξιό, νεοφιλελεύθερο κόμμα θα μπορούσε ανεμπόδιστα να εφαρμόσει όλη την ατζέντα της. Πέτυχε τον υψηλότερο στόχο της. Πριν όμως συμπληρώσει έναν χρόνο, η κυβέρνηση τελεί υπό διαρκή παράλυση κι η δυσφορία στο εσωτερικό της είχε ως αποτέλεσμα ακόμη και για την εκλογή του προέδρου να χρειαστούν τρεις ψηφοφορίες, καθώς στις δύο πρώτες πολλοί βουλευτές έγραψαν στα παλιότερα των υποδημάτων τους την περίφημη γερμανική πειθαρχία και απείχαν για να δείξουν την ενόχλησή τους απέναντι στην κυβέρνηση. Η συντριπτική πλειοψηφία των ίδιων των Γερμανών, σύμφωνα με δημοσκόπηση του τηλεοπτικού δικτύου ARD, κι ειδικότερα το 62% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι ο συνασπισμός δεν πρόκειται να επιβιώσει.
Αν ρωτούνταν για την επόμενη μέρα οι Γερμανοί, πιθανά κι αυτοί να υποδείκνυαν τον «κανέναν» όπως συμβαίνει όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες που ο κόσμος γυρίζει την πλάτη του στο πολιτικό σύστημα, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία. Μπροστά σε αυτή την ολοφάνερη τάση απονομιμοποίησης της πολιτικής όσο αυτή ταυτίζεται με επιπλέον φόρους και περικοπές δημοσίων δαπανών για τους πολλούς και νέες παροχές για τους λίγους κανείς δεν έχει το δικαίωμα να δηλώνει αδιάφορος. Πολύ περισσότερο να αντιστρέφει την αιτιακή σχέση, κάνοντας ότι δεν βλέπει πως η λιτότητα και το ΔΝΤ έρχονται χέρι – χέρι με την αποστέρηση της δημοκρατίας από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου