Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 223/2009


ΠΡΩΤΟΔΙΚΙΟ ΚΩ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ


Συγκροτήθηκε από το Δικαστή ΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ τον οποίο όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών και από τη Γραμματέα ΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στην Κω στις ΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧ
να δικάσει την από 28-1-2008 και με αριθμό κατάθεσης 338/ΜΤ 33/29-1-2008 ανακοπή , την από 8-10-2008 και με αριθμό κατάθεσης 2432/ΜΤ 164/9-10- 2008 προσθετη παρέμβαση, την από 8-10-2008 και με αριθμό κατάθεσης 2433/ΜΤ 165/9-10-2008 πρόσθετη παρέμβαση και την από 8-10-2008 και με αριθμώ κατάθεσης 2434/ΜΤ 166/9-10-2008 πρόσθετη παρέμβαση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ - ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ», που εδρεύει στην Κω της νήσου Κω Δωδεκανήσου και
εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της ΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ, και ΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ.
ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ - ΚΑΘ' ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας, με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας, με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της ΧΧΧ ΧΧΧΧΧ, δικηγόρο Κω και ΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧ δικηγόρο Αθηνών.
ΤΟΥ Α’ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΥΧΩΝ ΝΗΣΟΥ ΚΩ» με έδρα την νήσο Κω όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ.
ΤΟΥ Β' ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «ΠΑΝΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΟΛΙΤΩΝ - ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ, η οποία εδρεύει στη νήσο Κω, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους του, ΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧ και ΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ.
ΤΟΥ Γ' ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΝΩΣΕΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ - ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ - ΠΟΛΙΤΩΝ» που εδρεύει στον Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του  ΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-1-2008 ανακοπή της (υπ’ αριθμ. κατάθεσης 338/ΜΤ 33/29-1-2008) η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Τα προσθέτως παρεμβαίνοντα σωματεία ζητούν να γίνουν δεκτές : α) η από 8-10-2008 και με αριθμό κατάθεσης 2432/ΜΤ 164/9-10-2008 πρόσθετη παρέμβαση, β) η από 8-10-2008 και με αριθμό κατάθεσης 2433/ΜΤ 165/9-10- 2008 πρόσθετη παρέμβαση και γ) η από 8-10-2008 και με αριθμό κατάθεσης 2134/ΜΤ 166/9-10-2008 πρόσθετη παρέμβαση.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία συνεκδικάζεται με τις πρόσθετες παρεμβάσεις, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 1257, 1258, 1260, 1269 εδ. 1, 1270, 1281 και 1317 του Α.Κ. προκύπτει, ότι σε ξένο ακίνητο μπορεί να συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης για την εξασφάλιση απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το πράγμα. Η υποθήκη αποκτάται εφόσον υπάρχει τίτλος, ο οποίος χορηγεί δικαίωμα υποθήκης και γίνει εγγραφή της στο βιβλίο υποθηκών πάντοτε για ορισμένο χρηματικό ποσό. Το ποσό της υποθήκης η χρηματική δηλαδή ποσότητα για την οποία εγγράφεται, προσδιορίζει αριθμητικώς το όριο της προνομιακής ικανοποίησης ενυπόθηκου δανειστή σε περίπτωση αναγκαστικού πλειστηριασμού, δεν αποτελεί όμως περιγραφή του μεγέθους της ασφαλιζόμενης απαίτησης, η οποία είναι αυτοτελές αναγκαίο στοιχείο της υποθήκης, που μπορεί να έχει διάφορο ύψος από το ποσό της εγγραφής της υποθήκης. Αν το ποσό της εγγραφής είναι μικρότερο από την ασφαλιζόμενη απαίτηση, η καταβολή του δεν επιφέρει απόσβεση της υποθήκης, διότι ασφαλίζει ολόκληρη την απαίτηση, σύμφωνα με την αρχή του αδιαιρέτου της υποθηκικής ευθύνης (Α.Κ. 1281), με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 1294 Α.Κ.. Απόσβεση δε της υποθήκης επέρχεται με την ολοσχερή απόσβεση της ασφαλιζόμενης απαίτησης, δηλαδή του οφειλόμενου ποσού και όχι του ποσού που έχει εγγραφεί στα βιβλία υποθηκών (Α.Κ. 1317). Η διάκριση, συνεπώς, μεταξύ ασφαλισμένου και μη ασφαλισμένου με υποθήκη μέρους της απαίτησης έχει έννομη συνέπεια μόνο για την κατάταξη που γίνεται μετά τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού (Ολ.ΑΠ 564/ 986, Α.Π. 872/1996, Α.Π. 1418/1985, βλ. Μπαλής Εμπρ. Δικ. παρ. 238, Γεωργιάδης-Σταθόπουλος Αστικός Κώδικας άρθρο. 1281 σελ. 502 και άρθρο 1317 σελ. 592 επ.). Περαιτέρω με την παράγραφο 1 του άρθρου 30 του Ν.27139/2000 «προσαρμογή του Ελληνικού Δικαίου προς την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κλπ», όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001, ορίστηκαν τα ακόλουθα: «Κατ’ εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί, ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31-12-2000, δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περάτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσοτέρου δανείων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών τούτων με συμβατικούς τόκους μέχρι του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ' ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% τον ληφθέντος κεφαλαίο  δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιασθεί κατά περίπτωση α) το τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι 31-12-1988 ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως του δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτή, β) το τριπλάσιο, εάν τα ανωτέρω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι την 31-12-1990, γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι 31-12-2000. Σε κάθε περίπτωση στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού». Με τη διάταξη αυτή θεσπίστηκε υποχρέωση των πιστωτικών Ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών, από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν καταγγελθεί ή λήξει μέχρι τις 31- 12-2000, ώστε η εκάστοτε προς αυτά συνολική οφειλή να μην υπερβαίνει, ορισμένα πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων, πολλαπλάσια που περιοριστικά καθορίζει ο νόμος για την αντιμετώπιση του φαινομένου της υπέρμετρης και επικίνδυνης για τις επιχειρήσεις διογκώσεως των προς τα πιστωτικά ιδρύματα οφειλών τους (Α.Π. 1127/2005 Ελλ. Δ/νη 48.859, Α.Π. 1 1/2005 Ελλ. Δ/νη 46.1711, Εφ.Αθ. 423/2005 Δ.Ε.Ε. 2005.828). Περαιτέρω, στην παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζεται ότι «καταβολές που έχουν γίνει υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, μετά την ημερομηνία της προηγούμενης παραγράφου, αφαιρούνται από την εκ τόκων οφειλή, όπως αυτή θα προσδιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος, προαφαιρουμένων από αυτές των εξόδων που έχουν πράγματι εκταμιευτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα..». Η παραπάνω νομοθετική ρύθμιση, όπως με σαφήνεια προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, αναφέρεται στον προσδιορισμό, κατά την έννοια αυτών, της συνολικής από τόκους οφειλής των προαναφερομένων δανειακών συμβάσεων (Εφ.Αθ. 7129/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Εφ.ΑΘ. 5139/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με την παράγραφο 1 ταυ ίδιου άρθρου 42 αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, η οποία για τον προσδιορισμό των τόκων επέβαλε την προαφαίρεση των εξόδων από τις γενόμενες καταβολές των δανειοληπτών και ορίζεται πλέον ότι όλες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε, εξαιρούνται από τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα προσδιοριστεί σύμφωνα με την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, δηλαδή στο πολλαπλάσιο του κεφαλαίου προσαυξημένου, μέχρι ποσοστού 50% για συμβατικούς τόκους, επί του ληφθέντος κεφαλαίου. Με τη νέα ρύθμιση η μη
επανάληψη των σχετικών με προαφαίρεση των εξόδων από ης γενόμενες καταβολές, για τον προσδιορισμό της συνολικής οφειλής, δεν συνιστά εξ αβλεψίας νομοθετικό κενό. Αντίθετα, από την αντιπαραβολή των άνω διατάξεων σαφέστατα προκύπτει ότι με τη ρύθμιση του άρθρου 42 ρητώς σκοπήθηκε» η κατά τον κρίσιμο χρόνο προσδιορισμού της οφειλής αποστέρηση των  τραπεζών του δικαιώματος να καταλογίσουν σε βάρος των δανειοληπτών τα μέχρι του χρόνου εκείνου έξοδα, στην επιδίωξη περιορισμού της συνολικής εκ πάσης αιτίας οφειλής τους, σκοπός ο οποίος εναρμονίζεται και με το ποσοτικό περιορισμό μόνο των συμβατικών τόκων σε ποσοστό 50% του κεφαλαίου. Το ότι αυτή υπήρξε η νομοθετική βούληση προκύπτει και από το γεγονός ότι, ενώ στο σχέδιο της διατάξεως του άρθρου 42 επαναλαμβανόταν η προηγούμενη ρύθμιση σχετικώς με την προαφαίρεση των εξόδων από τις καταβολές, κατά τη συζήτηση σχετικής τροπολογίας στο Κοινοβούλιο (βλ. πρακτικά συνεδριάσεως της Βουλής 4.4.2001), η ρύθμιση αυτή δεν περιλήφθηκε τελικώς στη ψηφισθείσα διάταξη, με τη σκέψη ότι η αφαίρεση των εξόδων από τις γενόμενες καταβολές και μη καταλογισμός στην οφειλή, είναι μέτρο υπέρ των δανειοληπτών και περιορίζει την έκταση της οφειλής (Εφ.Αθ. 7129/2006, 5139/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 423/2005 Δ.Ε.Ε. 2005.828). Εξάλλου, με το άρθρο 39 του Ν. 3259/2004 ορίζονται τα ακόλουθα: 1. Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου έκαστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου. 2. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου, Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη τους ούτε σε συνέχιση διαδικασιών
που έχουν ήδη αρχίσει, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η  αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος, Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Η αποπληρωμή της προκύπτουσας κατά τα ως άνω οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις. 3. Παρέλευση της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου άπρακτης ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει συμφωνηθεί με τη ρύθμιση πέραν των ενενήντα (90) ημερών παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω. Στην περίπτωση αυτή η οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης…  4.Στην περίπτωση απαιτήσεων από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που είχαν συνομολογηθεί κατά την ισχύ του Ν. 2789/2000 και το ύψος των οποίων υπερβαίνει τα 2.201.000,00 ευρώ, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999 με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα ή το αρχικό κεφάλαιο υπερβαίνει τις 400.000,00 ευρώ, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 και του α' εδαφίου της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. "Η αληθής έννοια του παραπάνω εδαφίου είναι ότι σε περίπτωση περισσοτέρων συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων λαμβάνεται υπόψη το ληφθέν κεφάλαιο του κάθε δανείου ή πίστωσης χωριστά και ότι τα τιθέμενα ως άνω όρια του αρχικού κεφαλαίου των 400.000 ευρώ και της οφειλής των 2.201.000 ευρώ, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί την 31.10.1999, λαμβάνονται υπόψη διαζευκτικά και όχι σωρευτικά." (το άνω εντός " " εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 8 Ν.3723/2008, ΦΕΚ Α 250/9.12.2008). Και στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης ούτε η συνέχιση διαδικασιών που έχουν αρχίσει μέχρι την 31η  Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Τα πιστωτικά ιδρύματα θα προχωρήσουν, κατά τους όρους των τελευταίων δύο εδαφίων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, σε ρύθμιση της εξόφλησης της κατά περίπτωση συνολικής οφειλής που απορρέει από τις παραπάνω συμβάσεις, μετά από αίτηση των οφειλετών ή των εγγυητών που πρέπει να υποβληθεί στα πιστωτικά ιδρύματα μέχρι την 31η  Οκτωβρίου 2004 το αργότερο. Μη εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης κατά τα προαναφερθέντα ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει συμφωνηθεί με τη ρύθμιση πέραν των ενενήντα (90) ημερών, παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής. Στην περίπτωση αυτή η οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης. Με την προσθήκη αυτή ο νομοθέτης έδωσε σαφή ερμηνεία της διάταξης επομένως όσον αφορά τον τρόπο προσδιορισμού του οφειλόμενου ποσού σε περίπτωση που πρόκειται για οφειλές από περισσότερα του ενός δάνεια ή πιστώσεις, συνάγεται ότι αυτά δεν πρέπει να αθροίζονται. Έτσι πλέον, προκύπτει ότι δεν υπόκεινται στον περιορισμό του τριπλασίου καταβληθέντος κεφαλαίου οι οφειλές που απορρέουν α)είτε από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων το ύψος των οποίων στις 31-12-1999 κατά κεφάλαιο, συμβατικούς τόκους χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα υπερβαίνει το ποσό των 2.201.000 ευρώ ανεξαρτήτως του ύψους του αρχικού κεφαλαίου και β) είτε από σύμβαση δανειου της οποίας το αρχικό κεφάλαιο υπερβαίνει τις 400.000 ευρώ, ανεξαρτήτως του ύψους στο οποίο διαμορφώθηκε στις 31-12-1999 η συνολική οφειλή κατά κεφάλαιο, συμβατικούς τόκους χωρίς ανατοκισμό και έξοδα, Δηλαδή εξαιρούνται οι μεγαλοφειλέτες και συγκεκριμένα είτε αυτοί των οποίων η οφειλή έχει υπερβεί ορισμένο υπέρογκο ποσό, είτε αυτοί οι οποίοι δανείστηκαν εξ αρχής μεγάλα χρηματικά ποσά.
Με την υπό κρίση ανακοπή η ανακόπτουσα ζητεί για τους λόγους που αναλυτικά εκθέτει σε αυτή, την ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως και ειδικότερα του υπ' αριθμ. 252/28-12-2007 προγράμματος δημοσίου  αναγκαστικού πλειστηριασμού ενυπόθηκου ακινήτου του Συμβολαιογράφου ΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧ
καθώς και τη δικαστική της δαπάνη. Η ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 933 παρ. 1 και 934 παρ. 1 εδ. β' και 2 Κ.Πολ.Δ.) και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να ζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 933 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ.) κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, απορριπτόμενων των ενστάσεων της καθ’ ης περί τοπικής αναρμοδιότητας και εκπροθέσμου της ανακοπής. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, αφού συνεκδικασθεί  με τις πρόσθετες παρεμβάσεις λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (246 ΚΠολ.Δ.).
Η καθ’ ης η ανακοπή, προβάλει περαιτέρω την ένσταση του απαραδέκτου της προβολής των με την αίτηση της ανακοπής λόγων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 935 Κ.Πολ.Δ. καθώς αυτοί δεν προτάθηκαν ή προτάθηκαν και απορρίφθηκαν κατά την εκδίκαση της από 8-3-2006 ανακοπής επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αρίθμ. 3049/23-8-2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί καθώς δεν υπάρχουν οι εκ του νόμου απαιτούμενες προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 935 Κ.Πολ.Δ. και ειδικότερα δεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων στην πρώτη και στην δεύτερη ανακοπή, ενώ από κανένα προσαγόμενο και επικαλούμενο έγγραφο δεν προκύπτει το αμετάκλητο της υπ’ αρίθμ. 3049/23-8-2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Τέλος πρέπει να απορριφθεί και η στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. στηριζόμενη ένσταση καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 και 269 παρ. 2 περ. α' του Κ.ΠολΑ σε συνδυασμό με τη διάταξη του 281 Α.Κ. συνάγεται ότι για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, πρέπει αφενός να προταθούν από αυτόν ο οποίος ζητεί την απόρριψη της αγωγής ή της αίτησης, τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση και να γίνει επίκληση της κατάχρησης που προκύπτει από τα περιστατικά αυτά και αφετέρου να διατυπώνεται και αίτημα απόρριψης της αγωγής ή της αίτησης και για την αιτία αυτή, όλα δε τα ανωτφω κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, πλην όμως η καθ' ης απλώς ζητεί την απόρριψη της αίτησης ως καταχρηστικώς ασκηθείσας, χωρίς να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συγκροτούν την κατάχρηση.
Στην προκείμενη περίπτωση από όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα υπό των διαδίκων έγγραφα, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η δικαιοπάροχος της καθ' ης χορήγησε στην ανακόπτουσα δύο τοκοχρεωλυτικά δάνεια, ποσού 153.000.000 δραχμών και ήδη 449.009,54 ευρώ το πρώτο, δυνάμει της από 7-4-1987 δανειακής συμβάσεως και 44.600.000 δραχμών και ήδη 130.887,74 ευρώ το δεύτερο, δυνάμει της από 28-7-1988 δανειακής σύμβασης. Με την υπ' αρίθμ. 12.891/7-4-1987 πράξη παροχής υποθήκης της Συμβολαιογράφου Αθηνών ΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧ, ενεγράφη υποθήκη επί του ακινήτου της ανακόπτουσας και σε εξασφάλιση του πρώτου δανείου της για δραχμές 30.600.000 και ήδη 88.041,08 ευρώ την 13-4-1987 ενώ περαιτέρω, την ίδια ημέρα, ενεγράφη προσημείωση υποθήκης με βάση την υπ' αρίθμ. 5165/1987 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί εγγραφής προσημείωσης υποθήκης στο ίδιο ακίνητο για 294.000.000 δραχμές και ήδη 862.802,64 ευρώ. Εν συνέχεια με την υπ' αρίθμ. 4.959/28-7-1988 πράξη παροχής υποθήκης της Συμβολαιογράφου Αθηνών ΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧ ενεγράφη  υποθήκη επί του ακινήτου της ανακόπτουσας και σε εξασφάλιση του δεύτερου δανείου της για δραχμές 8.920.000 και ήδη 26.177,54 ευρώ την 28-7-1988 ενώ περαιτέρω, την ίδια ημέρα, ενεγράφη προσημείωση υποθήκης με βάση την υπ' αρίθμ. 11913/1988 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί εγγραφής προσημείωσης υποθήκης στο ίδιο ακίνητο για 79.370.000 δραχμές και ήδη 232.927,36 ευρώ. Την 21-3-1995 υπεγράφη μεταξύ της ανακόπτουσας και  της ΕΤΒΑ, η 9.440/1995 πράξη ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, με την οποία συμφωνήθηκε η εξόφληση των υφιστάμενων την 30-6-1994 ληξιπρόθεσμων οφειλών, ενώ επιπλέον συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση που δεν τηρηθεί για οποιοδήποτε λόγο όρος ή προϋπόθεση της ρύθμισης, τότε η καθ’ ης θα δικαιούται να θεωρήσει αυτήν ως μη γενόμενη με συνέπεια την επάνοδο στην προ της ρύθμισης κατάσταση και το δικαίωμα της καθ’ ης προς καταγγελία των δανειακών συμβάσεων. Οι όροι της ρύθμισης δεν τηρήθηκαν, λόγω δε υπερημερίας της ανακόπτουσας περί της καταβολής των συμφωνηθέντων τοκοχρεολυτικών δόσεων, τα δάνεια και η ως άνω σύμβαση, καταγγέλθηκαν από την ΕΤΒΑ με την από 24-10-1997 επιταγή προς πληρωμή για το ποσό των 425.830.134 δραχμών και ήδη 1.249.684,62 ευρώ, η οποία επιδόθηκε στην ανακόπτουσα. Μετά τη δημοσίευση του Ν. 2789/2000 όπως αυτός τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 Ν.2912/2001, η ΕΤΒΑ υπήγαγε το σύνολο των οφειλών στις διατάξεις του άρθρου 30 Ν.2789/2000 με ημερομηνία 9-5-2001, υπαγωγή η οποία οδήγησε σε διαγραφή συνολικού ποσού 188,937.361 δραχμών και ήδη 554.745,02 ευρώ, από το χρέος. Η ανακόπτουσα δεν υπέγραψε πράξη ρύθμισης των οφειλών της (βλ. σχετική επιστολή της προς την καθ' ης με την οποία δεν αμφισβητεί το χρέος της προς την καθ’ ης αλλά εκθέτει τους λόγους αδυναμίας της να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της), εν συνεχεία δε και μετά τη δημοσίευση του Ν. 3259/2004 η ανακόπτουσα υπέβαλε στην καθ' ης, την από 26-10-2004 αίτηση με την οποία ζητούσε την υπαγωγή καθενός των προαναφερομένων δανείων στις διατάξεις του αρθρου 39 του ως άνω νόμου. Επί της αίτησης αυτής η καθ' ής απάντησε με την από 311/20-12-2004 εξώδικη επιστολή της, ότι τα επίδικα δάνεια δεν υπάγονται στις διατάξεις του παραπάνω νόμου, καθόσον το αρχικά συνολικό κεφάλαιο υπερβαίνει το ποσό των 400.000 ευρώ, κάλεσε δε την ανακόπτουσα να υπογράψει πράξη ρύθμισης οφειλών μέχρι την 5-1-2005, πρόσκληση στην οποία η ανακόπτουσα δεν ανταποκρίθηκε.
Η ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγω ανακοπής επικαλείται εξόφληση της απαίτησης της καθ' ης, με τον ισχυρισμό ότι η εκτελούμενη απαίτηση της καθ’ ης όπως ενσωματώνεται στα υποθηκικά συμβόλαια τα οποία και μόνο η ανακόπτουσα θεωρεί ως εκτελεστό τίτλο, ανέρχεται σε 39.520.000 δραχμές και ήδη 114.218,62 ευρώ (υποθήκη πρώτου δανείου 30.600.000 δραχμές και ήδη 88.041,08 ευρώ συν υποθήκη δεύτερου δανείου 8.920.000 δραχμές ή 26.117,54 ευρώ), άλλως σε 9.020.000 δραχμές και ήδη 26.410 ευρώ και ακόμα επικουρικότερα σε 39.620.000 δραχμές και ήδη 116.271,91 ευρώ (υποθήκη πρώτου δανείου 39.520.000 και ήδη 114.218,62 ευρώ συν υποθήκη δεύτερου δανείου 8.920.000 δραχμές και ήδη 88.041,08 ευρώ συν υποθήκη ρύθμισης 100.000 δραχμές και ήδη 293,47 ευρώ) και όχι στο ποσό των 1.455.412,45 ευρώ για το οποίο επισπεύδει η καθ' ης, ενώ η ανακόπτουσα έχει καταβάλει με τμηματικές καταβολές 633.000.000 δραχμές και ήδη 1.857.666,90 ευρώ. Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο ανακοπής, επικαλείται ακυρότητα της εκτέλεσης διότι η καθ’ ης δεν μπορεί να επισπεύσει εκτέλεση για το μέρος της απαίτησης που υπερβαίνει τα ποσά των υποθηκών. Με τον λόγο αυτό η ανακόπτουσα κρίνει ότι η επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη και για το λόγο ότι η αναγκαστική κατάσχεση του ακινήτου συντελέστηκε με βάση ιδιωτικό έγγραφο. Όπως προκύπτει από τις πράξεις παροχής υποθήκης, ρητά έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών ότι το κάθε συμβόλαιο κηρύσσει τίτλος εκτελεστός κατ' άρθρο 904 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και ότι η αναγκαστική εκτέλεση και η όλη σχέση που έχει δημιουργηθεί με την κάθε δανειακή σύμβαση και την πράξη ρύθμισης και την αντίστοιχη συμβολαιογραφική πράξη διέπεται από τις διατάξεις του Ν.Δ. της 17-7/13-8/1923 «περί ειδικών διαταξεων επί ανωνύμων εταιρειών» και ειδικότερα των άρθρων 959, 1282 και 1289 Α.Κ. και γενικά την ειδική νομοθεσία που ίσχυε για την ΕΤΒΑ. Ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 51 παρ. 1, 57 και 40 Ν.Δ, της 17/7-13/8/1923 η ενυπόθηκη δανείστρια τράπεζα,, δικαιούται μόλις το δάνει καταστεί απαιτητό, να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση πάνω στα ενυπόθηκα ακίνητα του οφειλέτη χωρίς να είναι υποχρεωμένη να επιδιώξει την απόκτηση τίτλου εκτελεστού, καθώς σύμφωνα με το ως άνω Ν.Δ, η αναγκαστική εκτέλεση αρχίζει με επίδοση επιταγής προς πληρωμή, η οποία περιέχει περίληψη του οικείου δανειστικού συμβολαίου και περιγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου, εγγράφεται στα βιβλία κατασχέσεων και ισχύει ως αναγκαστική κατάσχεση (Α.Π. 1109/2003 Χρ.Ιδ.Δικ. 2003.911, Μάζης Ελλ. Δ/ντ 2003.909). Κατά συνέπεια και σύμφωνα και με τα οριζόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ορθώς η καθ' ης επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση για το συνολικό ποσό της οφειλής το οποίο υπολογίζει σε 1.455.412,45 ευρώ, και όχι για το ποσό το οποίο έχει εγγραφεί η υποθήκη, καθώς το οφειλόμενο ποσό, δεν αποτελεί περιγραφή του μεγέθους της ασφαλιζόμενης απαίτησης, η οποία είναι αυτοτελές αναγκαίο στοιχείο της υποθήκης, επομένως αν και το ποσό της εγγραφής είναι μικρότερο από την ασφαλιζόμενη απαίτηση, η εκτέλεση μπορεί να γίνει για ολόκληρο το ποσό της οφειλής. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η ανακόπτουσα δεν έχει εξοφλήσει ολόκληρη την οφειλή της προς την καθ’ ης με την καταβολή ποσών μεγαλύτερων απ' αυτών που αναφέρει στον πρώτο λόγω ανακοπής της, καθώς η καταβολή μέρους της απαίτησης, ακόμα και εάν υπερβαίνει το ποσό το οποίο αναφέρεται στα υποθηκικά συμβόλαια του δεν επιφέρει απόσβεση της υποθήκης, σύμφωνα με την αρχή του αδιαιρέτου της υποθηκικής ευθύνης (Α.Κ. 1281). Επομένως οι δύο πρώτοι λόγοι ανακοιής πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι.
Με τον τρίτο λόγω ανακοπής η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η καθ' ης επισπεύδει εκτέλεση κατά παράβαση των Ν. 2789/2000, Ν. 2873/2000, Ν.2912/2001 και άρθρο 39 παρ. παρ. 2 περί αναστολής των εκτελέσεων και αναπροσαρμογής του ύψους της απαίτησης των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 Ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε  με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001 και τελικώς με το άρθρο 39 παρ. 2 Ν. 3259/2004. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η καθ’ ης προέβη σε αθροιστικό υπολογισμό όλων των ληφθέντων δανείων και κατ' επέκταση όλων των οφειλών, ενώ θα έπρεπε να έχει υπολογίσει κάθε οφειλή και κάθε δάνειο χωριστά, και επομένως εφόσον είχε προχωρήσει στον σωστό υπολογισμό, θα έπρεπε να κάνει δεκτή την σχετική αίτηση υπαγωγής της απαίτησης στη διάταξη του άρθρου 39. Από τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 και 4 όπως αυτή ισχύει σήμερα μετά την προσθήκη ερμηνευτικής διάταξης με το άρθρο 8 του Ν. 3723/2008 «Ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 250/9.12.2008), σαφώς πλέον συνάγεται ότι το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να λάβει υπόψη του στον υπολογισμό της οφειλής κάθε ληφθέν από τον οφειλέτη δάνειο, χωριστά, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο οφειλέτης μπορεί να υπαχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του άρθρου 39 Ν.
3259/2004 και επιπλέον τα τιθέμενα ως άνω όρια του αρχικού κεφαλαίου των 400.000 ευρώ και της οφειλής των 2.201.000 ευρώ, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί την 31.10.1999, λαμβάνονται υπόψη διαζευκτικά και όχι σωρευτικά. Εν προκειμένου η καθ' ης με την από 311/20-12-2004 εξώδικη επιστολή της, προς την ανακόπτουσα σχετικά με την από 26-10-2004 αίτηση με την οποία ζητούσε την υπαγωγή καθενός των προαναφερομένων δανείων στις διατάξεις του άρθρου 39 του ως άνω νόμου, απάντησε ότι, τα επίδικα δάνεια δεν υπάγονται στις διατάξεις του παραπάνω νόμου, καθόσον το αρχικά συνολικό κεφάλαιο υπερβαίνει το ποσό των 400.000 ευρώ, καθώς προέβη σε αθροιστικό υπολογισμό των ληφθέντων κεφαλαίων τα οποία ανέρχονταν σε 449.009,54 ευρώ το πρώτο και σε 130.887,74 ευρώ το δεύτερο. Είναι επομένως σαφές ότι όπως και η καθ' ης αναφέρει στις προτάσεις της, στην περίπτωση αυτή η πρώτη μόνο δανειακή σύμβαση υπάγεται, στην εξαίρεση της παρ. 4 του άρθρου 39 Ν. 3259/2004. Επιπρόσθετα όμως και σύμφωνα με τη διαζευκτική διατύπωση των τιθεμένων στο νόμο ορίων του αρχικού κεφαλαίου και της οφειλής, σε κάθε περίπτωση το συνολικό ποσό της οφειλής και από δύο δάνεια, δεν υπερβαίνει τα 2.201.000 ευρώ. Επομένως αφενός μεν η μη υπαγωγή της πρώτης δανειακής σύμβασης στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του άρθρου 39 του ως άνω νόμου, οδηγεί σε ακυρότητα την προσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης, καθώς το ποσό του 1.455.412,45 ευρώ, αποτελεί την οφειλή της αιτούσας και από τα δύο δάνεια την οποία η καθ' ης της είχε χορηγήσει, ενώ επιπλέον η άρνηση της καθ’ ης να υπαγάγει την οφειλή της ανακόπτουσας στις ευνοϊκές διατάξεις του νόμου, ήταν εσφαλμένη καθώς το ποσό της οφειλής δεν υπερέβαινε το ποσό των 2.201.000 ευρώ το οποίο τίθεται διαζευκτικά ως προϋπόθεση για μη εφαρμογή της εξαίρεσης της παρ. 4 του ως άνω νόμου. Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός, παρέλκει δε κατά τα λοιπά η έρευνα των υπολοίπων λόγων της ανακοπής (Εφ.ΑΘ. 260/2001 Ελλ.| Δ/νη 42.1372). Πρέπει επομένως να ακυρωθεί η επισπευδόμενη από την καθ’ ης αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ανακόπτουσας δυνάμει του υπ' αριθμ. 252/28-12-2007 προγράμματος δημοσίου αναγκαστικού πλειστη­ριασμού ενυπόθηκου ακινήτου του Συμβολαιογράφου Κω ΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧ
Η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να συμψηφιστεί εν όλω κατά το άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ., καθ' όσον είναι εξαιρετικά δυσχερής ηι ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή και τις πρόσθετες παρεμβάσεις.
 ΑΚΥΡΩΝΕΙ την επισπευδόμενη από την καθ’ ης αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ανακόπτουσας δυνάμει του υπ' αρίθμ. 252/28-12-2007 προγράμματος δημοσίου αναγκαστικού πλειστηριασμού ενυπόθηκου ακινήτου Συμβολαιογράφου Κω ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του? σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στην Κω, στις 4 Μαρτίου 2009.
                    Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου